κατάπτυστος

κατάπτυστος
-η, -ο (Α κατάπτυστος, -ον) [καταπτύω]
άξιος εμπτυσμού, άξιος περιφρόνησης, αχρείος.
επίρρ...
καταπτύστως και -α
με κατάπτυστο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατάπτυστος — to be spat upon masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτύστως — κατάπτυστος to be spat upon adverbial κατάπτυστος to be spat upon masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπτυστον — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem acc sg κατάπτυστος to be spat upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτύστοις — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτύστου — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτύστους — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτύστων — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτύστῳ — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπτυστα — κατάπτυστος to be spat upon neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπτυστε — κατάπτυστος to be spat upon masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”